διποδισμός
From LSJ
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
cierto baile en Lacedemonia, Ath.630a, Hsch.s.u. διποδία.
Greek Monolingual
ο (AM διποδισμός)
νεοελλ.
ο φυσικός βηματισμός του αλόγου που γίνεται με διαδοχική ύψωση και στήριξη τών διαγώνιων ποδιών του
αρχ.
είδος χορού, διποδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ποδισμός.