ἀμαλλοδέτης
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ου, ὁ, = ἀμαλλοδετήρ (binder of sheaves), Theoc. 10.44, AP 10.16 (Theaet.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
agavillador Theoc.10.44, AP 10.16 (Theaet.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui lie les gerbes.
Étymologie: ἄμαλλα, δέω¹.
German (Pape)
ὁ, der Garbenbinder, Theocr. 10.44; Theaet. Sch. 2 (X.16).
Russian (Dvoretsky)
ἀμαλλοδέτης: ου ὁ Theocr., Anth. = ἀμαλλοδετήρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαλλοδέτης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Θεόκρ. 10. 44.
Greek Monolingual
ἀμαλλοδέτης, ο (AM)
ο αμαλλοδετήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλλα «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + -δέτης < δῶ (-έω) «δένω»].
Greek Monotonic
ἀμαλλοδέτης: -ου, ὁ, = το προηγ., σε Θεόκρ.