νυκτοφυλακέω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A guard, watch by night, ν. τὰ ἔξω X.Cyr.4.5.3; ν. νυκτοφυλακάς Supp.Epigr.4.535.18 (Ephesus, ii/iii A. D.):—impers. in Pass., Aen.Tact. 22.1. II ὁ-κῶν, = Lat. praefectus vigilum, D.C.52.33.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
monter la garde pendant la nuit : τι pour veiller sur qch.
Étymologie: νυκτοφύλαξ.
German (Pape)
Nachts wachen, Nachtwache halten; τὰ ἔξω, Xen. Cyr. 4.5.3; DC. 52.33.
Russian (Dvoretsky)
νυκτοφῠλᾰκέω: нести ночную охрану, стоять в ночном карауле: ν. τὰ ἔξω Xen. нести наружную ночную охрану.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοφῠλᾰκέω: φυλάττω κατὰ τὴν νύκτα, ν. τὰ ἔξω, φυλάττω κατὰ τὴν νύκτα τὰ ἔξω μέρη, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 3· ὁ -κῶν Δίων Κ. 52. 33. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.
Greek Monotonic
νυκτοφῠλᾰκέω: μέλ. -ήσω, φυλάω σκοπιά τη νύχτα· νυκτοφυλακέω τὰ ἔξω, περιφρουρώ τη νύχτα τους εξωτερικούς χώρους, σε Ξεν.
Middle Liddell
νυκτοφῠλᾰκέω, fut. -ήσω
to keep guard by night, ν. τὰ ἔξω to watch the outer parts by night, Xen. [from νῠκτοφύλαξ]