δίεδρος

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίεδρος Medium diacritics: δίεδρος Low diacritics: δίεδρος Capitals: ΔΙΕΔΡΟΣ
Transliteration A: díedros Transliteration B: diedros Transliteration C: diedros Beta Code: di/edros

English (LSJ)

δίεδρον, (ἕδρα)
A sitting apart, opp. σύνεδρος, Arist.HA608b28.
2 = διαφανής, Hsch.
II δίεδρον, τό, tripod-stand, Callix. 2.
2 chaise-longue, Antyll. ap. Orib.10.37.5, Erot. (pl.), Suid. s.v. ζεῦγος ἡμιονικόν.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que se coloca aparte de los animales, interpretado como signo de discordia, Arist.HA 608b28.
2 diáfano, translúcido Hp. en Gal.19.92 (prob. var. antigua de δίϋδρος q.u.), Hsch. (quizá error por δίαιθρος q.u.).
II subst.
1 ὁ δ. base, pedestal, soporte doble δίεδρος ἀνεπίγραφος Didyma 467.12 (II a.C.), para una mesita, Callix.2 (p.167.21).
2 τὸ δ. asiento doble prob. un tipo de diván o asiento alargado ἐπὶ δ. τι οὗ ἐτύγχανον καθήμενοι PUG 107.5 (III a.C.), στρωμάτιον, ὥστε τῷ μήκει ἐπὶ δ. PCair.Zen.241.3, cf. 13.35, PSI 858.58 (en vol. IX, p.X) (todos III a.C.), δίεδρα λέγεται τὰ ἐφ' οἷς καθήμεθα Erot.37.12, para uso médico, Herod.Med. en Orib.10.37.5, τὴν λεγομένην κλινίδα, ἥ ἐστιν ὁμοία διέδρῳ Sud.s.u. ζεῦγος ἡμιονικόν.

German (Pape)

[Seite 617] aus einander sitzend, feindlich, Gegensatz σύνεδρος, s. διεδρία, Arist. a. a. Q.; – ὁ δίεδρος, = διέδριον, Ath. V, 197 b.

Russian (Dvoretsky)

δίεδρος: досл. сидящий врозь, перен. знаменующий вражду (в птицегадании - о птицах) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

δίεδρος: -ον, (ἕδρα) ὁ χωριστὰ καθήμενος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σύνεδρος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 10· πρβλ. διεδρία. ΙΙ. δίεδρος, ὁ, = διέδριον, Ἀθήν. 197Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίεδρος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το δίεδρο(ν)
κάθισμα για δύο ανθρώπους
νεοελλ.
αυτός που έχει δύο έδρες, δύο ημιεπίπεδα, από την ίδια ευθεία
αρχ.
1. (για πουλιά σε οιωνοσκοπία) αυτός που κάθεται ξεχωριστά, ο δυσμενής
2. το ουδ. ως ουσ. το δίεδρον
τρίποδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)- + -εδρος < έδρα].