ναιδαμῶς
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
Com. form of ναί, yes certainly, opp. οὐδαμῶς or μηδαμῶς, Com.Adesp.1086.
German (Pape)
[Seite 227] nach οὐδαμῶς gebildet, als Gegensatz dazu, verstärktes ναί, allerdings.
Greek (Liddell-Scott)
ναιδᾰμῶς: τύπος ἰσχυρότερος τοῦ ναί, μάλιστα, βεβαιότατα, ἀντίθετον τῷ οὐδαμῶς ἢ μηδαμῶς, Κωμικ. παρ’ Ἡσυχ., ἐκ διορθώσ. τοῦ Sopping. ἀντὶ τοῦ ναειδαμῶς.
Greek Monolingual
ναιδαμῶς (Α)
επίρρ. (κωμ. τ. του ναι) μάλιστα, βεβαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ναι-δαμῶς έχει σχηματιστεί < ναί, κατά τα μη-δαμῶς, οὐ-δαμῶς].