μελάνιον
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
τό, Dim. of μέλαν, ink, PMag. Par.1.2013 (pl.), PMag.Berol.1.243a.
German (Pape)
[Seite 119] τό, das gemeine schwarzblaue Veilchen, Gegensatz λευκόϊον, Theophr., Plin. H. N. 21, 11.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνιον: τό, τὸ μέλαν, τὸ κοινῶς καλούμενον «μέλανι» ἢ μελάνη, μεταγεν.
Spanish
Greek Monolingual
Léxico de magia
τό tinta ἔστιν δὲ καὶ τοῦ μελανίου ἡ σκευή· τρωγλῖτις ζμύρνα δραχμαὶ δʹ, ἰσχάδας Καρικὰς γʹ, φοινίκων Νικολάων ὀστέα ζʹ esta es la preparación de la tinta: cuatro dracmas de mirra troglitis, tres higos secos de Caria, siete huesos de dátiles nicolaos P I 243 en plu. ἔστιν δὲ τὰ μελάνια τῆς πραγματείας ésta es la tinta de la práctica P IV 2099 P IV 2013