ἐναραρίσκω

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰρᾰρίσκω Medium diacritics: ἐναραρίσκω Low diacritics: εναραρίσκω Capitals: ΕΝΑΡΑΡΙΣΚΩ
Transliteration A: enararískō Transliteration B: enarariskō Transliteration C: enararisko Beta Code: e)narari/skw

English (LSJ)

aor. 1 ἐνῆρσα,
A fit or fasten in, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Od. 21.45.
II pf. ἐνάρηρα, intr., to be fitted in, εὖ ἐναρηρός 5.236; οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν ἀλάλματα Arat.453.

Spanish (DGE)

(ἐνᾰραρίσκω)
afianzar, fijar ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε y fijó las jambas para construir una puerta Od.21.45
perf. estar ajustado, sujeto (στειλειόν) εὖ ἐναρηρός mango del hacha bien ajustado, Od.5.236, c. dat. οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν ἀγάλματα νυκτὸς ἰούσης están sujetas en el cielo como adornos de la noche que se desliza las constelaciones, Arat.453.

German (Pape)

[Seite 829] einfügen; ἐνῆρσεν Suid.; εὖ ἐναρηρός Od. 5, 236, wohl eingefügt; Arat. 453 πάντα οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν, in tmesi Od. 21, 45 ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε.

French (Bailly abrégé)

seul. pf. 3ᵉ sg. ἐνάρηρεν;
être attaché à ; part. neutre ἐναρηρός solidement attaché à, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀραρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐναραρίσκω:
1 (aor. ἐνῆρσα) прикреплять, прилаживать (σταθμούς Hom. - in tmesi);
2 (pf. ἐνάρηρα) быть прикрепляемым (στειλειὸν εὖ ἐναρηρός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναραρίσκω: ἀόρ. α΄ ἐνῆρσα˙ προσαρμόζω ἢ στερεώνω ἐντός, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Ὀδ. Φ. 45. ΙΙ. πρκμ. β΄ ἐνάρηρα, ἀμεταβ., εἶμαι ἐνηρμοσμένος, εὖ ἐναρηρὸς Ὀδ. Ε. 236· γ΄ ἑνικ., Ἄρατ. 453.

Greek Monolingual

ἐναραρίσκω (Α)
εναρμόζω, προσαρτώ, προσαρμόζωστειλειόν... εὖ ἐναρηρός» — στειλιάρι καλά προσαρμοσμένο, Όμ.).

Greek Monotonic

ἐνᾰρᾰρίσκω: αόρ. αʹ ἐνῆρσα·
I. προσαρμόζω ή στερεώνω, συναρμολογώ, σε Ομήρ. Οδ.
II. ἐνάρηρα, αμτβ., είμαι προσαρμοσμένος σε, στο ίδ.

Middle Liddell

aor1 ἐνῆρσα
I. to fit or fasten in, Od.
II. ἐνάρηρα, intr., to be fitted in, Od.