σαφῶς
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
French (Bailly abrégé)
adv.
1 clairement, d'une manière sûre;
2 clairement, manifestement;
3 sans aucun doute;
Cp. σαφέστερον.
Étymologie: σαφής.
Russian (Dvoretsky)
σᾰφῶς: ион. σᾰφέως (compar. σαφέστερον и σαφεστέρως)
1 ясно, точно (εἰδέναι Xen.; μανθάνειν Plat.);
2 отчетливо, внятно (ἀκούειν Soph.);
3 явно, очевидно, бесспорно, достоверно (σ. ἀπολωλέναι Xen.; κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σ. Soph.): σ. φρόνει Soph. будь уверен;
4 (в ответах), несомненно, конечно, Xen., Plat.
English (Woodhouse)
(see also: σαφής) accurately, clearly, intelligibly, lucidly, manifestly, openly, plainly