διολισθαίνω

From LSJ
Revision as of 17:35, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, acc.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

French (Bailly abrégé)

impf. διωλίσθανον, ao.2 διώλισθον;
1 glisser à travers;
2 échapper à, acc..
Étymologie: διά, ὀλισθαίνω.

Greek Monolingual

(AM διολισθαίνω
Α και διολισθάνω) ολισθαίνω
1. γλιστρώ ανάμεσα και φεύγω, ξεγλιστρώ
2. (για πλοίο) πλέω ελαφρά και γρήγορα
3. γλιστρώ και πέφτω
νεοελλ.
ξεγλιστρώ, ξεφεύγω
αρχ.
φρ. «διολισθαίνω τὴν γλῶτταν»
(για μεθυσμένους) τραυλίζω.

Russian (Dvoretsky)

διολισθαίνω: атт. διολισθάνω (impf. διωλίσθανον, aor. 2 διώλισθον)
1 скользя проходить, скользить (ἡ ναῦς διολισθαίνουσα ἐπ᾽ ἄκρων τῶν κυμάτων Luc.);
2 ускользать, убегать (τινά Arph., Plat.; φόβους καὶ κινδύνους Polyb.; δ. καὶ ὑποφεύγειν τι Plut.);
3 соскальзывать: τὴν γλῶτταν διολισθαίνων Luc. с заплетающимся языком.

German (Pape)

(ὀλισθαίνω), Sp., wie Luc. und Pol.; auch διολισθάνω; durchgleiten, -schlüpfen; ὑπὸ τοὺς δακταλους Hippocr.; τῶν κυμάτων, durch die Wellen hingleiten, Luc. dom. 12; dah. = entschlüpfen; καὶ διαδαεσθαί τινα Plat. Phaed. 87e; vgl. Ar. Nub. 434; oft bei Pol. und Sp.; neben πταίειν, ausgleiten, Hdn. 5.6.18.