ἀνίσχαλος
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
ἄτοκος, ἀνήμελκτος, ἀθήλαστος, EM110.32, cf. Hsch.
A s.v. σχαλίσαι (-αδον EM739.43, Suid.).
German (Pape)
[Seite 238] E. M. ἄτοκος, ἀνήμελκτος, ἀθήλαστος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίσχαλος: -ον, «ἀνίσχαλον, ἄτοκον ἢ ἀνήμελκτον, ἢ ἀθήλαστον, Διογένης», Ἐτυμ. Μ. 110, 32.