μυρρίνη
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
English (LSJ)
ἡ, v. μυρσίνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 branche ou couronne de myrte;
2 baie de myrte;
3 marché aux myrtes, aux couronnes de myrte.
Étymologie: p. assimil. p. μυρσίνη.
Russian (Dvoretsky)
μυρρίνη: Eur., Plut. μυρσίνη, дор. μυρσίνα (ῐ) ἡ
1 мирт (μυρσίνης κλάδοι Eur.);
2 миртовая ветвь (μυρσίνας στέφανος Pind.);
3 миртовый венок Arph.;
4 pl. место продажи миртовых ветвей и венков: ἐν ταῖς μυρρίναις Arph. на миртовом рынке.
Greek (Liddell-Scott)
μυρρίνη: ἡ, ἴδε μυρσίνη.
Greek Monolingual
μυρρίνη, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. μυρσίνη.
Greek Monotonic
μυρρίνη: Αττ. αντί μυρσίνη.
German (Pape)
ἡ, auch μυρσίνη, Myrtenzweig, Myrtenkranz; Ar. Vesp. 861, Av. 43 und öfter; αἱ μυρρίναι, der Ort, wo Myrten od. Myrtenkränze verkauft wurden, Th. 448; ὑπὸ μυρρίναισι κἀνεμώναις κεχυμέναι, Pherecrat. bei Ath. VII.269 und a. Comic.; ἐπὶ στιβάδων ἐστρωμένων σμίλακί τε καὶ μυρρίναις, Plat. Rep. II.372b; Folgde: πρὸς μυρρίνην ᾄδειν, Zenob. 1.19; vgl. Ilgen. carm. conv. p. CXLVIII.