περιπτωτικός
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
περιπτωτική, περιπτωτικόν,
A falling into that which one seeks to avoid, Epicureiap. Plu.2.420d, Arr.Epict.3.6.6, etc.; τῷ κακῷ M.Ant. 10.7. Adv. περιπτωτικῶς Arr.Epict.4.10.6.
II accidental, π. εἶδος ἐμπειρίας Gal.Sect. Intr.2. Adv. περιπτωτικῶς S.E.M.1.25.
German (Pape)
[Seite 589] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt; hineinfallend, hineingerathend in Etwas, Plut. u. a. Sp. – Adv., S. Emp. adv. math. 25 u. oft.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 exposé aux accidents de la vie;
2 qui tombe dans, τινι.
Étymologie: περιπίπτω.
Russian (Dvoretsky)
περιπτωτικός: досл. падающий, перен. попадающий (τινι Plut.): π. ἐνάργεια Sext. бросающаяся в глаза очевидность.
Greek (Liddell-Scott)
περιπτωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων εἰς ἐκεῖνο ὅπερ τις ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 420D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 4. 10, 6. ΙΙ. ὁ κατὰ σύμπτωσιν, τυχαῖος, Γαλην.· ― -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 25.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α περιπίπτω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίπτωση
2. αυτός που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίος.
επίρρ...
περιπτωτικῶς Α
1. με περιπτωτικό τρόπο, σε εξάρτηση από τυχαίο γεγονός
2. τυχαία.