μορμολύκειον

From LSJ
Revision as of 07:29, 29 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ὥςπερ" to "ὥσπερ")

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

German (Pape)

[Seite 207] τό (μορμολύττω), ein Schreckbild, Popanz, Schrecker, Μολοττικοὺς τρέφουσι, μορμολύκεια τοῖς μοιχοῖς, κύνας, Ar. Th. 417; Frg. 97. 187; μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ μορμολύκεια, Plat. Phaed. 77 e; Luc. Philops. 25 Tor. 24, oft.

French (Bailly abrégé)

c. μορμολυκεῖον.

Mantoulidis Etymological

(=φόβητρο). Ἀπό το μορμολύττομαι (=φοβερίζω) πού παράγεται ἀπό τό μόρμορος (=φόβος) (ρίζα μυρἠχοποίητη → μορμύρω, μορμυρίζω). Ἴσως ἀκόμη νά παράγεται ἀπό τό Μορμώ (=θηλυκό τέρας, φοβερό, μέ τό ὁποῖο οἱ παραμάνες φοβέριζαν τά παιδιά) + λύκος.