κατάλειπτος
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ᾰλ], ον, anointed, σμύρνῃ Ar.Eq.1332; μύρῳ Id.Pax 862.
German (Pape)
[Seite 1359] besalbt, σμύρνῃ, μύρῳ, Ar. Equ. 1332 Pax 862.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
oint, enduit.
Étymologie: καταλείφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-άλειπτος [καταλείφω] gezalfd, ingesmeerd.
Russian (Dvoretsky)
κατάλειπτος: умащенный, натертый (σμύρνῃ Arph.).
Greek Monolingual
κατάλειπτος, -ον (Α) καταλείφω
αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ»).
Greek Monotonic
κατάλειπτος: -ον, επιχρισμένος, αλειμμένος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλειπτος: -ον, ἀληλιμμένος ἐντελῶς, πολὺ ἀλειμμένος, σμύρνῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· μύρῳ Εἰρ. 862.
Middle Liddell
κατ-άλειπτος, ον [from καταλείβω
anointed, Ar.