συνορέω
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
to be conterminous, Plb.1.8.1, 5.55.1; τινι with . ., Str.8.7.5, cf. Plu.Demetr.7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
confiner à, τινι.
Étymologie: σύνορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνορέω [σύνορος] grenzen aan, met dat.
German (Pape)
mit angrenzen, Pol. 5.55.1.
Russian (Dvoretsky)
συνορέω: быть сопредельным, граничить (ἡ συνοροῦσα χώρα Polyb.; τὰ συνοροῦντα τοῖς Ἰνδοῖς ἔθνη Plut.).
Greek Monotonic
συνορέω: μέλ. -ήσω (σύνορος), συνορεύω, είμαι όμορος, γειτονικός με κάποιον, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
συνορέω: εἶμαι ὅμορος, συνορεύω, Πολύβ. 1. 8, 1., 5. 55, 1· τινι, μετά τινος, Στράβ. 388.
Middle Liddell
fut. ήσω σύνορος
to be conterminous, Polyb.