τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Full diacritics: βολβοειδής | Medium diacritics: βολβοειδής | Low diacritics: βολβοειδής | Capitals: ΒΟΛΒΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: bolboeidḗs | Transliteration B: bolboeidēs | Transliteration C: volvoeidis | Beta Code: bolboeidh/s |
ές,
A bulb-like, bulb-shaped, Dsc.2.144, Aët.12.63.
[Seite 452] ές, zwiebelartig, Sp.
βολβοειδής: -ές, ὅμοιος βολβῷ, ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ βολβοῦ, Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 249.