πρωτοσπόρος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον, A sowing or begetting first, Luc.Am.32; μόθου π. ἀρχή Coluth.62. II proparox. πρωτόσπορος, ον, Pass., first sown or generated, Theodect.18, Nonn.D.9.142, etc.
German (Pape)
[Seite 806] zuerst säend, zeugend, u. mit verändertem Ton, πρωτόσπορος, zuerst gesäet, gezeugt; ἀρχή, Luc. amor. 32, wie Coluth. 62; Ἥρη, Nonn. D. 9, 142; Christus, θεοῦ φωνή, Claudian. (I, 19).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωτοσπόρος -ον [πρῶτος, σπείρω] het eerst zaaiend:. ἡ π. ἀρχή de oudste bron van leven [Luc.] 49.32.
Russian (Dvoretsky)
πρωτοσπόρος: вначале рожденный, первозданный (ἀρχή Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοσπόρος: -ον, ὁ σπείρων ἢ γεννῶν ἢ γονιμοποιῶν πρῶτος, Λουκ. Ἔρωτ. 32· μόθου πρ. ἀρχὴ Κόλουθ. 61. ΙΙ. προπαροξ. πρωτόσπορος, ον, ὁ πρῶτος σπαρεὶς ἢ γονιμοποιηθείς, Θεοδέκτης Φασιλίτις κατὰ τὸν Ἕρμιππον παρ’ Ἀθην. 451F, Νόνν. Δ. 9. 142, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σπέρνει ή γεννά ή γονιμοποιεί πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].