ὕπαντρος

From LSJ
Revision as of 13:04, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπαντρος Medium diacritics: ὕπαντρος Low diacritics: ύπαντρος Capitals: ΥΠΑΝΤΡΟΣ
Transliteration A: hýpantros Transliteration B: hypantros Transliteration C: ypantros Beta Code: u(/pantros

English (LSJ)

ον, (ἄντρον) A with caverns underneath, cavernous, χώρα, γῆ, Arist.Mete.366a25, Pr.932a8, Str.9.2.16; νῆσος Theagen.17; πέτρα Ael.NA16.17. II underground, οἶκοι Id.VH12.38. 2 dwelling under the earth, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se trouve sous une caverne, sous un abri;
2 dont les fondements sont sous terre.
Étymologie: ὑπό, ἄντρον.

German (Pape)

unten in einer Grotte, Höhle, Ael. N.A. 4.56, oft; γῆ, mit Höhlen, Arist. Probl. 23.5.

Russian (Dvoretsky)

ὕπαντρος: изобилующий пещерами, пещеристый (γῆ, χώρα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὕπαντρος: -ον, (ἄντρον) ἔχων ἄντρα κάτωθεν, πλήρης σπηλαίων, σπηλαιώδης, γῆ, χώρα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8, Προβλ. 23. 5, 2, Στράβ. 406, κλπ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης, Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 17. ΙΙ. ὑπὸ τὴν γῆν κείμενος, ὑπόγειος, οἶκοι ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 12. 38. 2) «ὕπαντροι· οἱ ὑπὸ τὸ σπήλαιον» Ἡσύχ.

Greek Monotonic

ὕπαντρος: -ον, σπηλαιώδης, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὕπ-αντρος, ον,
with caverns underneath, Strab.