ἀστεροειδής

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστεροειδής Medium diacritics: ἀστεροειδής Low diacritics: αστεροειδής Capitals: ΑΣΤΕΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: asteroeidḗs Transliteration B: asteroeidēs Transliteration C: asteroeidis Beta Code: a)steroeidh/s

English (LSJ)

ἀστεροειδές,
A star-like, Ph.1.20,633 (Sup.), Plu.2.933e. Adv. ἀστεροειδῶς Dsc.1.19.
II starred, starry, E.Fr.114 ap.Ar.Th.1067.

Spanish (DGE)

-ές
I 1estrellado ἀστεροειδέα νῶτα ... αἰθέρος ἱερᾶς E.Fr.114.
2 semejante a las estrellas φύσεις Ph.1.20, αὐγαί Ph.1.633, σῶμα Plu.2.933e.
II adv. -ῶς de manera semejante a una estrella ὁ δὲ δεδολωμένος ἐπιπλεῖ ... διαχεόμενος ἀ. Dsc.1.19.

German (Pape)

[Seite 375] ές, sternenähnlich, Plut.; gestirnt, voll Sterne, αἰθήρ Eur. Andr. frg. 28, 3; vgl. Ar. Th. 1066.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 semblable à une étoile, astéroïde;
2 étoilé.
Étymologie: ἀστήρ, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

ἀστεροειδής:
1 звездообразный (σῶμα πύρινον καὶ ἀστεροειδές Plut.);
2 звездный (αἰθήρ Eur., Arph.; οὐρανός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεροειδής: -ές, ὅμοιος ἀστέρι, Πλούτ. 2. 933Ε. - Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 18. ΙΙ. πλήρης ἀστέρων, ἀστερώδης, Εὐρ. (Ἀποσπ. 114) παρ’ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀστεροειδής, -ές)
ο όμοιος με αστέρα
νεοελλ.
ο γεμάτος αστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ (-έρος) + -ειδής < είδος].