ἰοβολέω

From LSJ
Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοβολέω Medium diacritics: ἰοβολέω Low diacritics: ιοβολέω Capitals: ΙΟΒΟΛΕΩ
Transliteration A: ioboléō Transliteration B: ioboleō Transliteration C: iovoleo Beta Code: i)obole/w

English (LSJ)

[ῑ],
A shoot arrows, dart, A.R.4.1440, AP5.187 (Leon.); ἐς ἐμὴν κραδίην ib.5.9 (Alc.).
II emit poison, Gp.2.47.12.

German (Pape)

[Seite 1255] mit Pfeilen schießen; Alc. Mess. 4 (V, 10); τόξοις Ap. Rh. 4, 1440. – Gift von sich geben, Geopon.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 lancer des traits;
2 jeter du venin.
Étymologie: ἰοβόλος.

Russian (Dvoretsky)

ἰοβολέω: (ῑ) пускать стрелы, стрелять (ἐς κραδίην τινός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰοβολέω: ῑ, ῥίπτω βέλη, τοξεύω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1440, Ἀνθ. Π. 5. 188· ἐς ἐμὴν κραδίην αὐτόθι 5. 10· ΙΙ. ῥίπτω ἰόν, χύνω δηλητήριον, μυγαλαὶ ἰοβολοῦσαι Γεωπ. 2. 47, 12.

Greek Monotonic

ἰοβολέω: [ῑ], ρίχνω βέλη, τοξεύω, εκτοξεύω, εξακοντίζω, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰ¯οβολέω,
to shoot arrows, dart, Anth. [from ἰ¯οβόλος]