κεραυνόβολος

From LSJ
Revision as of 13:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνόβολος Medium diacritics: κεραυνόβολος Low diacritics: κεραυνόβολος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: keraunóbolos Transliteration B: keraunobolos Transliteration C: keravnovolos Beta Code: kerauno/bolos

English (LSJ)

κεραυνόβολον,
A hurling the thunder, Ζεύς IG5(2).37 (Tegea); πῦρ τὸ κ. the thundersmiting fire, AP12.63 (Mel.); κ. νεφέλαι Orph.Fr.256; of planetary influences, Vett.Val.14.17; title of the Roman Legio XII Fulminata, D.C.71.9.
II proparox. κεραυνόβολος, ον, Pass., thunder-stricken, of Semele, E.Ba.598 (lyr.), cf. D.S.1.13, etc.

Greek Monolingual

κεραυνόβολος, -ον (Α)
αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστρόβολος, νιφόβολος. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημασία].

Russian (Dvoretsky)

κεραυνόβολος:пораженный громом (sc. Σεμέλα Eur.; δένδρον Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνόβολος -ον [κεραυνός, βάλλω] door de bliksem getroffen.

Middle Liddell

βάλλω [cf. κεραυνοβόλος
pass. thunder-stricken, Eur.