Ῥοδιακός
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ή, όν, Rhodian, of Rhodes, Str.2.5.14:—Ῥοδιακόν (sc. σκύφος), τό, Rhodian cup, a kind of cup made at Rhodes, Epig.5, Diph.5, IG11(2).110.21, 27 (Delos, iii B.C.), etc.; also called Ῥοδιακὴ χυτρίς, Arist.Fr.110; Ῥοδιακή alone, IG11(2).110, al. (Delos, iii B.C.), 7.3498.6 (Orop.); and Ῥοδιάς, άδος, ἡ, Ath.11.496e, Phot.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Rhodes, rhodien.
Étymologie: Ῥόδος.
Russian (Dvoretsky)
Ῥοδιακός: Arst. = Ῥόδιος I.
Greek (Liddell-Scott)
Ῥοδιακός: -ή, -όν, ὁ ἐκ Ρόδου, Στράβ. 119 ὡσαύτως Ῥοδιανός, ή, όν, Διοσκ. 3. 101· ― Ῥοδιακὸν (ἐξυπακ. σκύφος), τό, εἶδος ποτηρίου ἐν Ρόδῳ κατασκευαζόμενον, Ἐπιγένης ἐν «Ἡρωίνῃ» 2, Δίφιλος ἐν «Αἰρησιτείχει» 1, κτλ.· ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο καὶ Ῥοδιακὴ χυτρίς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Κωμ. Ἀποσπ. 4. 544· καὶ Ῥοδιάς, -άδος, ἡ, Ἀθήν. 496F, Φώτ.
Greek Monotonic
Ῥοδιακός: -ή, -όν (Ῥόδος), Ρόδιος, Ροδίτης, αυτός που προέρχεται από τη Ρόδο, σε Στράβ.· επίσης, Ῥόδιος, -α, -ον (Ῥόδος), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
Middle Liddell
Ῥοδιακός, ή, όν Ῥόδος
Rhodian, of Rhodes, Strab.: —also Ῥόδιος, η, ον, Il., Xen.