αἰθρηγενής

From LSJ
Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθρηγενής Medium diacritics: αἰθρηγενής Low diacritics: αιθρηγενής Capitals: ΑΙΘΡΗΓΕΝΗΣ
Transliteration A: aithrēgenḗs Transliteration B: aithrēgenēs Transliteration C: aithrigenis Beta Code: ai)qrhgenh/s

English (LSJ)

αἰθρηγενές, (γενέσθαι) born in clear sky, Βορέας Il.15.171. αἰθρηγενέτης, Od.5.296.

Spanish (DGE)

-ές
que produce días claros o se produce en ellos del Bóreas Il.15.171, 19.358, Αἴολον ὅς τ' ἀνέμοις αἰθρηγενέεσσιν ἀνάσσει a Eolo que gobierna sobre los vientos que traen los días despejados A.R.4.765.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fils de l'éther (Borée). c. αἰθρηγενέτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰθρηγενής -ές αἴθρα, γίγνομαι geboren in de heldere hemel.

German (Pape)

αἰθρηγενέτης, Hom. zweimal, Il. 15.171, 19.358 αἰθρηγενέος Βορέαο Versende; Ap.Rh. 4.765 ἀνέμοις αἰθρηγενέεσσιν.

Russian (Dvoretsky)

αἰθρηγενής: Hom. = αἰθρηγενέτης.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθρηγενής: -ές, (γενέσθαι) ἐπίθ. τοῦ Βορέου, Ἰλ. Ο. 171, ὁ γεννηθεὶς ἐν τῷ αἰθέρι, ἐκ τοῦ αἰθέρος ἀναφὺς (καὶ οὐχὶ ἐνερ. = ποιῶν εὔδιον καὶ ψυχρὸν οὐρανόν, ὡς νομίζει ὁ Spitzn. Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· οὕτω καὶ τὸ αἰθρηγενέτης, Ὀδ. Ε. 296· πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 867.

English (Autenrieth)

aetherborn, Boreas.

Greek Monotonic

αἰθρηγενής: -ές (γί-γνομαι), επίθ. του Βορέα, αυτός που γεννήθηκε στον αιθέρα, αυτός που αναδύθηκε από τον αιθέρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και αἰθρη-γενέτης, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

γίγνομαι
epithet of Boreas, born in ether, sprung from ether, Il.