νοσφισμός

From LSJ
Revision as of 14:39, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσφισμός Medium diacritics: νοσφισμός Low diacritics: νοσφισμός Capitals: ΝΟΣΦΙΣΜΟΣ
Transliteration A: nosphismós Transliteration B: nosphismos Transliteration C: nosfismos Beta Code: nosfismo/s

English (LSJ)

ὁ, A absence, ἤλγει τὸν ν. τῆς ὠμότητος J.BJ5.10.4. II appropriating, stealing, Plb.32.5.8; peculation, Ph.2.336, Plu.2.843f: pl., Vett.Val.40.29.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
usurpation, vol ; particul. concussion, péculat.
Étymologie: νοσφίζω.

German (Pape)

ὁ, Entwendung, Unterschlagung; Pol. 32.21.8; Plut. X oratt. Lyc. a.E.

Russian (Dvoretsky)

νοσφισμός: ὁ (по)хищение или растрата Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νοσφισμός: ὁ, τὸ ἀποχωρίζειν ἀποχωρισμός, Μοσχόπ. π. σχεδ. σ. 92. 2) ἰδιοποίησις, κλοπή, Πολύβ. 32. 21, 8· σφετερισμός, Πλούτ. 2. 843F.

Greek Monolingual

ο (Α νοσφισμός) νοσφίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοσφίζομαι, ιδιοποίηση, σφετερισμός, κλοπή
αρχ.
αποχωρισμός.