λυχνόβιος
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
λυχνόβιον, living by lamplight, Senec.Ep.122.
German (Pape)
bei der Leuchte lebend, der aus Nacht Tag macht, Seneca epist. 122.
Russian (Dvoretsky)
λυχνόβιος: живущий при свете ламп, т. е. ведущий ночной образ жизни Sen.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ λύχνου, ἐν Σενέκ. Ἐπιστ. 122.
Greek Monolingual
λυχνόβιος, -ον (Α)
αυτός που περνά τη ζωή του κοντά στο φως του λύχνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + βίος (πρβλ. θαλασσόβιος, λιτόβιος)].