ὕπαυλος
πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare
English (LSJ)
ὕπαυλον, (αὐλή) under the court or in the court, c. gen., σκηνῆς ὕπαυλος under shelter of the tent, S.Aj.796.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sous l'abri de, gén..
Étymologie: ὑπό, αὐλή.
German (Pape)
unter dem Hofe; – σκηνῆς ὕπαυλος, unter dem Zelte, Soph. Aj. 783.
Russian (Dvoretsky)
ὕπαυλος: αὐλή находящийся под кровом: σκηνῆς ὕπαυλον εἴργειν τινά Soph. держать кого-л. в шатре.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπαυλος: -ον, (αὐλὴ) ὁ ὑπὸ τὴν αὐλὴν ἢ ἐν τῇ αὐλῇ, μετά γεν., σκηνῆς ὕπαυλος, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 796.
Greek Monotonic
ὕπαυλος: -ον (αὐλή), αυτός που βρίσκεται κάτω από την αυλή, αύλειος, με γεν., σκηνῆς ὕπαυλος, υπό τη σκέπη της σκηνής, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὕπ-αυλος, ον, αὐλή
under or in the court, c. gen., σκηνῆς ὕπαυλος under shelter of the tent, Soph.