ἡμερία
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
Dor. ἁμ- (sc. ὥρα), ἡ,
A = ἡμέρα, S.Aj.208 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 1165] ἡ, s. ἡμέριος.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερία: (ἐνν. ὥρα), ἡ, ἡμέρα, ἡ τῶν χ/φων γραφὴ ἐν Σοφ. Αἴ. 208· ὁ Thiersch. προέτεινεν ἡρεμία, ὁ Herm. εὐμαρία.