ἀσφαλτίτης
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, fem. ἀσφαλ-ῖτις, ιδος,
A bituminous, βῶλος Str.7.5.8; λίμνη Ἀ. the Dead Sea, D.S.19.98, cf. J.BJ1.33.5; πόα, = ἀσφάλτιον, Philum. ap. Orib.45.29.27, Archig. ap. Aët.5.84. II v. ἀσφαλτίας.
German (Pape)
[Seite 381] erdharzig, asphaltisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφαλτίτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐξ ἀσφάλτου ὁ περιέχων ἄσφαλτον, ἀσφαλτώδης, καιομένης, ὡς εἰκός, τῆς βώλου τῆς ἀσφαλτίτιδος Στράβ. 316· λίμνη Ἀσφαλτῖτις, ἡ Νεκρὰ θάλασσα, Διόδ. 19, 98.