μεταπεμπτέος
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
α, ον, to be sent for, Th.6.25.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu'on peut ou qu'il faut mander.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.
German (Pape)
Adj. verb. zu μεταπέμπω, herbeizuholen, Thuc. 6.25.
Russian (Dvoretsky)
μεταπεμπτέος: за которым следует послать, который нужно требовать (ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταπεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ μεταπέμπεσθαι, Θουκ. 6. 25.
Greek Monolingual
μεταπεμπτέος, -α, -ον (Α) μεταπέμπω
αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.
Greek Monotonic
μεταπεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί αλλού, σε Θουκ.
Middle Liddell
μεταπεμπτέος, η, ον verb. adj. from μεταπέμπω
to be sent for, Thuc.