κόλλημα

From LSJ
Revision as of 13:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλλημα Medium diacritics: κόλλημα Low diacritics: κόλλημα Capitals: ΚΟΛΛΗΜΑ
Transliteration A: kóllēma Transliteration B: kollēma Transliteration C: kollima Beta Code: ko/llhma

English (LSJ)

-ατος, τό, (κολλάω)
A that which is glued together or that which is fastened together, Hp.Art.33, IG11(2).287B152 (Delos, iii B.C.); βυβλιδίου κ. Antiph.162; especially of the sheets of papyrus gummed together to form a roll, PMag.Par.1.2068, 2513, BGU16.9 (ii A.D.), etc.
II hymenic obstruction, Aët.16.108 (98).

German (Pape)

[Seite 1473] τό, das Zusammengeleimte, -gefugte, βιβλιδίου Antiphan. bei Poll. 7, 211.

Greek (Liddell-Scott)

κόλλημα: τό, (κολλάω) τὸ συγκεκολλημένον ἢ συνηρμοσμένον στενῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, Ἀντιφ. ἐν «Μύλωνι» 1.

Spanish

hoja de papiro

Greek Monolingual

το (AM κόλλημα) κολλώ
καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί
νεοελλ.
1. κόλληση, συγκόλληση
2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα
3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα
4. βοτ. γένος λειχήνων της οικογένειας collemataceae
νεοελλ.-μσν.
το σημείο όπου έγινε η συγκόλληση

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλλημα -ατος, τό [κολλάω] geneesk. gipsverband.

Léxico de magia

τό hoja de papiro λαβὼν ἱερατικὸν κ. γράψον ἐπ' αὐτοῦ τῷ σοι μηνυθησομένῳ μέλανι τὸ ζῴδιον τὸ μηνυθησόμενον toma una hoja de papiro hierático y dibuja, con la tinta que se te va a explicar, la figura que se te indicará P IV 2068 λαβὼν ἱερατικὸν κ. φόρει περὶ τὸν δεξιὸν βραχίονά σου, ἐν ᾧ ἐπιθύσεις toma una hoja de papiro hierático y llévalo alrededor del brazo derecho mientras realizas la ofrenda P IV 2513 εἰς ἱερατικὸν κ. γράψας τὸ ὄνομα φόρει escribe el nombre en una hoja de papiro y llévalo P XIII 253