ἰκτερώδης
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ἰκτερώδες, = ἰκτερικός, Hp.Epid.3.17.ιγ.
German (Pape)
[Seite 1249] ες, = ἰκτεριώδης, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκτερώδης: -ες, = ἰκτερικός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1111.
Greek Monolingual
ἰκτερώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + κατάλ. -ώδης, (πρβλ. δασώδης, ελώδης)].