καλλίπυλος

From LSJ
Revision as of 12:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπῠλος Medium diacritics: καλλίπυλος Low diacritics: καλλίπυλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΥΛΟΣ
Transliteration A: kallípylos Transliteration B: kallipylos Transliteration C: kallipylos Beta Code: kalli/pulos

English (LSJ)

ον, with beautiful gates, Θήβη Epigr.Gr.993.

German (Pape)

[Seite 1310] schönthorig, Θήβη Asclepiodt. (App. 16).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles portes.
Étymologie: καλός, πύλη.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπῠλος: с прекрасными вратами (Θήβη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπῠλος: -ον, ἔχων ὡραίας πύλας, Θήβη Ἀνθ. Π. παράρτ. 16.

Greek Monolingual

καλλίπυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίες πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. μεγαλόπυλος, υψίπυλος).

Greek Monotonic

καλλίπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει ωραίες πύλες, σε Ανθ.

Middle Liddell

καλλί-πῠλος, ον πύλη
with beautiful gates, Anth.