λιθηλογής
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
λιθηλογές, (λέγω (B) 1) built of stones, AP6.253 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 44] ές, von gesammelten Steinen, ἱδρύσιες Ἑρμέω, Crinag. 7 (VI, 253).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fait de pierres amassées.
Étymologie: λίθος, λέγω².
Russian (Dvoretsky)
λῐθηλογής: λέγω II] сложенный из камней (ἱδρύσιες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθηλογής: -ες, (λέγω) ᾠκοδομημένος ἐκ λίθων, Ἀνθ. Π. 6. 253.
Greek Monolingual
λιθηλογής, -ές (Α)
οικοδομημένος με λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + λέγω «συλλέγω»].
Greek Monotonic
λῐθηλογής: -ές (λέγω Β), οικοδομημένος από πέτρα, λιθόκτιστος, πετρόκτιστος, σε Ανθ.
Middle Liddell
λῐθη-λογής, ές [λέγω2]
built of stones, Anth.