ναυσιφόρητος

From LSJ
Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσιφόρητος Medium diacritics: ναυσιφόρητος Low diacritics: ναυσιφόρητος Capitals: ΝΑΥΣΙΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: nausiphórētos Transliteration B: nausiphorētos Transliteration C: nafsiforitos Beta Code: nausifo/rhtos

English (LSJ)

ναυσιφόρητον, carried by ship, seafaring, ἄνδρες Pi.P.1.33.

German (Pape)

[Seite 232] vom Schiffe getragen, zu Schiffe fahrend, Pind. P. 1, 33, ἄνδρες.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
transporté sur des navires.
Étymologie: ναῦς, φορέω.

Russian (Dvoretsky)

ναυσῐφόρητος: перевозимый на судах, плывущий на кораблях (ἄνδρες Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυσῐφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν νεῶν φερόμενος, ὁ πλέων, Πινδ. Π. 1. 64.

English (Slater)

ναυςῐφόρητος seafaring ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι (P. 1.33)

Greek Monolingual

ναυσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρεται από πλοίο («ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρῶτα χάρις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + -φορητός (< φορῶ)].

Greek Monotonic

ναυσῐφόρητος: -ον, αυτός που μεταφέρεται με πλοίο, αυτός που πλέει, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ναυσῐ-φόρητος, ον
carried by ship, seafaring, Pind.