ἀνασχετικός

From LSJ
Revision as of 09:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασχετικός Medium diacritics: ἀνασχετικός Low diacritics: ανασχετικός Capitals: ΑΝΑΣΧΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anaschetikós Transliteration B: anaschetikos Transliteration C: anaschetikos Beta Code: a)nasxetiko/s

English (LSJ)

ἀνασχετική, ἀνασχετικόν, enduring, patient, Plu.2.31a.

Spanish (DGE)

-ή, -όν paciente Plu.2.31a.

German (Pape)

[Seite 210] duldsam, neben πρᾶος Plut. aud. poet. 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
patient.
Étymologie: ἀνέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασχετικός: терпеливо переносящий, терпеливый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασχετικός: -ή, -όν, ὑπομένων, ἐγκαρτερῶν, ὑπομονητικός, Πλούτ. 2. 31Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνασχετικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος να φέρει ανάσχεση, αναχαίτιση, σταμάτημα
αρχ.
αυτός που εγκαρτερεί, υπομονητικός.