ἐμπολαῖος
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
α, ον, of or concerned in traffic, epithet of Hermes as god of commerce, etc., Ar.Ach.816, Pl.1155, Corn.ND16.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ comerciante, BGU 2644.1 (I a.C.)
•ὁ Ἐ. Empoleo epít. de Hermes como dios del comercio, Ar.Ach.816, Pl.1155, SEG 30.908 (Olbia V a.C.), Corn.ND 16, cf. Plu.2.777d, Poll.7.15, Hsch.
German (Pape)
[Seite 816] zum Handel gehörig; so heißt Hermes als Schutzgott des Handels, Ar. Plut. 1155 Ach. 816 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui préside au commerce.
Étymologie: ἐμπολή.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπολαῖος: торговый, покровительствующий торговле (эпитет Гермеса) Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολαῖος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἐνδιαφερόμενος εἰς τὸ ἐμπόριον, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ ὡς θεοῦ τοῦ ἐμπορίου, κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 816, Πλοῦτ. 1155, πρβλ. ἀγοραῖος, κερδῷος.
Greek Monolingual
ἐμπολαῖος, -α, -ον (AM)
(ως επίθ. του Ερμή) αυτός που ανήκει στο εμπόριο ή το προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ 'μπολαῑε», Αριστοφ.
β. «ἐμπορευτικὸς καὶ ἐμπολαῖος καὶ κερδῷος», Ευστάθ.).
Greek Monotonic
ἐμπολαῖος: -α, -ον, αυτός που έχει σχέση με το εμπόριο, σε Αριστοφ.