ἐράστρια
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἐραστής, lover, Eup.414; ἀλλοτρίων λεχέων Perict. ap. Stob.4.28.19, cf.Ael.NA3.40.
German (Pape)
[Seite 1017] ἡ, fem. zu ἐραστής, die Liebende, Perict. Stob. fl.. 85, 19; Poll. 3, 70; Ael. H. A. 3, 40. 4, 54.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amante.
Étymologie: ἐράω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐράστρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἐραστής, ἡ ἐρῶσα, «καὶ γυναῖκας ἐραστρίας Εὔπολις εἴρηκεν» Πολυδ. Γ΄. 50· μετὰ γεν., ὁκόθεν γὰρ ἐράστριαι τελέθουσιν ἀλλοτρίων λεχέων κτλ. Περικτυόνη παρὰ Στοβ. ἐν Ἀνθολ. τ. 3 σελ 138 ἔκδ. Gaisf., Αἰλ. π. Ζ. 3. 40.
Greek Monolingual
η
βλ. εραστής.