ἑκατογκεφάλας

From LSJ
Revision as of 11:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτογκεφάλας Medium diacritics: ἑκατογκεφάλας Low diacritics: εκατογκεφάλας Capitals: ΕΚΑΤΟΓΚΕΦΑΛΑΣ
Transliteration A: hekatonkephálas Transliteration B: hekatonkephalas Transliteration C: ekatogkefalas Beta Code: e(katogkefa/las

English (LSJ)

[φᾰ], α, οξ, hundred-headed, Pi. O.4.8, Ar.Ra.473, Nu.336.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτογκεφάλας) -α
• Prosodia: [-φᾰ-]
de cien cabezas de Tifón, Pi.O.4.7, Ar.Nu.336.

German (Pape)

[Seite 752] ὁ, = Folgdm; Τυφώς Pind. Ol. 4, 8; Ar. Nubb. 336.

French (Bailly abrégé)

α (ὁ) :
à cent têtes.
Étymologie: ἑκατόν, κεφαλή.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατογκεφάλας: α adj. Pind., Arph. = ἑκατογκέφαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτογκεφάλας: γεν. α, ὁ, ἑκατὸν ἔχων κεφαλάς, Πινδ. Ο. 4. 11· προσέτι ἑκατογκέφαλος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 882, Ἀριστοφ. Βάτρ. 473.

English (Slater)

ἑκᾰτογκεφᾰλας hundred-headed ἑκατογκεφάλα Τυφῶνος (O. 4.7) cf. Σ. Hom. Θ 368: Πίνδαρος μὲν οὖν ἑκατὸν ἔχειν αὐτὸν (= Κέρβερον) κεφαλάς φησιν fr. 249b.

Greek Monotonic

ἑκᾰτογκεφάλας: γεν. -α, ὁ (κεφαλή), αυτός που έχει εκατό κεφάλια, σε Πίνδ.· ομοίως μεταγεν., ἑκατογ-κέφαλος, -ον, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

κεφαλή
hundred-headed, Pind.: so ἑκατογ-κέφαλος, ον, Eur., Ar.