ὠκυδίδακτος

From LSJ
Revision as of 06:57, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκυδίδακτος Medium diacritics: ὠκυδίδακτος Low diacritics: ωκυδίδακτος Capitals: ΩΚΥΔΙΔΑΚΤΟΣ
Transliteration A: ōkydídaktos Transliteration B: ōkydidaktos Transliteration C: okydidaktos Beta Code: w)kudi/daktos

English (LSJ)

[ῐ], ον, quickiy taught, οἰωνός ib. 9.562 (Crin.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apprend vite.
Étymologie: ὠκύς, διδάσκω.

German (Pape)

schnell gelehrt, schnell lernend, ψιττακός Crinag. 27 (IX.562).

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠδίδακτος: быстро обучаемый, легко научающийся, восприимчивый к обучению (ψίττακος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠδίδακτος: -ον, ὁ ταχέως διδασκόμενος, ψιττακὸς Ἀνθ. Παλατ. 9.562.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μαθαίνει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + διδακτός (< διδάσκω), πρβλ. αυτοδίδακτος].

Greek Monotonic

ὠκῠδίδακτος: [ῐ], -ον, αυτός που διδάσκεται γρήγορα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὠκῠ-δίδακτος, ον,
quickly taught, Anth.