βωμολοχικός

From LSJ
Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολοχικός Medium diacritics: βωμολοχικός Low diacritics: βωμολοχικός Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΙΚΟΣ
Transliteration A: bōmolochikós Transliteration B: bōmolochikos Transliteration C: vomolochikos Beta Code: bwmoloxiko/s

English (LSJ)

βωμολοχική, βωμολοχικόν, inclined to ribaldry, Luc.Herm.58, Gal.6.228, al. Adv. βωμολοχικῶς (Lat. -ice), Id.Subf.Emp. 11.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 burlesco, bufonesco βωμολοχικὰ γὰρ ἅπαντ' ἐστὶ τὰ τοιαῦτα κομψεύματα Gal.6.228, ἐγκώμια Luc.Hist.Cons.17, cf. Herm.58.
2 adv. -ῶς burlesca, bufonescamente μεμφόμενος β. Gal.Subf.Emp.11.

German (Pape)

[Seite 469] possenreißerisch, Luc. Hermot. 58.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de bouffon, de mauvais plaisant.
Étymologie: βωμολόχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολοχικός -όν βωμολόχος lolbroekerig, clownesk.

Russian (Dvoretsky)

βωμολοχικός: шутовской Luc.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολοχικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς φλυαρίαν, βωμολοχίαν, Λουκ. Ἑρμοτ. 58.

Greek Monolingual

βωμολοχικός, -ή, -όν (Α) βωμολόχος
αυτός που έχει κλίση προς τη βωμολοχία.

Greek Monotonic

βωμολοχικός: -ή, -όν, επιρρεπής στη βωμολοχία, σε Λουκ.

Middle Liddell

[from βωμολόχος
inclined to ribaldry, Luc.