καρποφθόρος

From LSJ
Revision as of 11:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποφθόρος Medium diacritics: καρποφθόρος Low diacritics: καρποφθόρος Capitals: ΚΑΡΠΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: karpophthóros Transliteration B: karpophthoros Transliteration C: karpofthoros Beta Code: karpofqo/ros

English (LSJ)

καρποφθόρον, spoiling fruit, δένδρων AP9.256 (Antiphan.), cf. Orph.Fr.285.55.

German (Pape)

[Seite 1329] Frucht verderbend, κάμπη Antiphil. 8 (IX, 256).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui détruit les fruits, les biens de la terre.
Étymologie: καρπός, φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

καρποφθόρος: портящий плоды, вредящий плодам (κάμπη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καρποφθόρος: -ον, ὁ φθείρων βλάπτων τοὺς καρπούς, Ἀνθ. Π. 9. 256.

Greek Monolingual

-ο (Α καρποφθόρος, -ον)
αυτός που καταστρέφει τους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαοφθόρος, ψυχοφθόρος.

Greek Monotonic

καρποφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που βλάπτει, καταστρέφει τους καρπούς, σε Ανθ.

Middle Liddell

καρπο-φθόρος, ον φθείρω
spoiling fruit, Anth.