περίτροπος
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
(proparox.), ον, turned round, whirled round, κίνησις π. rotatory motion, prob.l. in Plu.Lys.12: Subst. περιτρόπου· ἴλιγγος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 597] ὁ, der Schwindel, Ael. H. A. 16, 24. herumgewendet, im Kreise herumgedreht, κίνησις, kreisförmige Bewegung, Plut. Lys. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tourne autour, circulaire.
Étymologie: περιτρέπω.
Russian (Dvoretsky)
περίτροπος: круговой, вращательный (κίνησις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περίτροπος: -ον, περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, κίνησις π., περιστροφικὴ κίνησις, πιθ. γραφὴ ἐν Πλουτ. Λυσάνδρ. 12· ― παρ’ Ἡσυχ. ὡς οὐσ περιτρόπου· «ἴλιγγος», ἀλλ’ ἴδε Lob. Paral. σ. 386.
Greek Monolingual
-ον, Α περιτρέπω
αυτός που περιστρέφεται, που στριφογυρίζει.