παρακαταλείπω

From LSJ
Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαταλείπω Medium diacritics: παρακαταλείπω Low diacritics: παρακαταλείπω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΑΛΕΙΠΩ
Transliteration A: parakataleípō Transliteration B: parakataleipō Transliteration C: parakataleipo Beta Code: parakatalei/pw

English (LSJ)

leave with one, τινά τινι Th.6.7; leave as deputy, D.C.46.37.

German (Pape)

[Seite 481] (s. λείπω), dabei zurücklassen, τινί τινα, D. Cass. 46, 37 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

laisser qqn auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταλείπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καταλείπω achterlaten bij.

Russian (Dvoretsky)

παρακαταλείπω: (при ком-л.) оставлять (τῆς στρατιᾶς ὀλίγους π. τινί Thuc.).

Greek Monolingual

Α
αφήνω σε κάποιον κάτι ή κάποιον («τῆς ἄλλης στρατιᾱς παρακαταλιπόντες αὐτοῖς ὀλίγους», Θουκ.).

Greek Monotonic

παρακαταλείπω: φεύγω μαζί με κάποιον, τινά τινι, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαταλείπω: καταλείπω παρά τινι, τινά τινι Θουκ. 6. 7, Δίων Κ. 46. 37.

Middle Liddell

to leave with one, τινά τινι Thuc.