κελαδῆτις

From LSJ
Revision as of 06:50, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελᾰδῆτις Medium diacritics: κελαδῆτις Low diacritics: κελαδήτις Capitals: ΚΕΛΑΔΗΤΙΣ
Transliteration A: keladē̂tis Transliteration B: keladētis Transliteration C: keladitis Beta Code: keladh=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, loud-sounding, γλῶσσα Pi.N.4.86.

German (Pape)

[Seite 1413] ιδος, ἡ, fem. zu einem nicht vorkommenden κελαδήτης; γλῶσσα, singend, Pind. N. 4, 86.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
sonore, retentissant.
Étymologie: κελαδέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαδῆτις, gen. -δος [κέλαδος] welluidend.

Russian (Dvoretsky)

κελᾰδῆτις: ῐδος adj. f звучная, певучая (γλῶσσα Pind.).

Greek Monolingual

κελαδῆτις, ἡ (Α)
αυτή που ηχεί βαριά, ηχηρή («ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -ῆτις, -ήτιδος, που απαντά σε θηλ. αντίστοιχων αρσ. σε -ήτης (πρβλ. προφήτης)].

Greek Monotonic

κελᾰδῆτις: -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί δυνατά, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κελᾰδῆτις: ῐδος, ἡ, μεγάλως ἠχοῦσα, γλῶσσα Πινδ. Ν. 4. 140.

Middle Liddell

κελᾰδῆτις, ιδος
loud-sounding, Pind.