ἀποξύρω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
= ἀποξυράω, aor. part. -ξύρας Polyaen.1.24:—Med., -ξυράμενος get shaved, ibid., cf. Plu.Oth.2:—Pass., opp. κείρεσθαι, D.C.57.10.
Spanish (DGE)
afeitar la cabeza οἰκέτην πιστὸν ἀποξύρας τὰς τρίχας Polyaen.1.24
•de ovejas esquilar en v. pas., D.C.57.10.5.
German (Pape)
[Seite 317] abscheeren, med., sich das Haar abscheeren lassen, Polyaen. 1, 14, 1; ἕως ἂν ἀποξύρηται τὸ γένειον Plut. Oth. 2.
French (Bailly abrégé)
raser;
Moy. se faire raser (la tête).
Étymologie: ἀπό, ξύρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποξύρω: стричь (ἀποξύρεσθαι τὸν γένειον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξύρω: [ῠ], = ἀποξυράω, Πολύαιν. 1. 24. - Παθ. ἀντίθ. τῷ κείρεσθαι, Δίων Κ. 57, 10: -Μέσ., ξυρίζω ἐμαυτὸν ἐντελῶς, Πλουτ. Ὄθ. 2.
Greek Monolingual
ἀποξυρῶ (-άω, -έω) κ. -ξύρω (Α)
ξυρίζω εντελώς.
Greek Monotonic
ἀποξύρω: [ῠ], = ἀποξυράω — Μέσ., ξυρίζω τον εαυτό μου εντελώς, ως το δέρμα, σε Πλούτ.