καθησυχάζω

From LSJ
Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθησῠχάζω Medium diacritics: καθησυχάζω Low diacritics: καθησυχάζω Capitals: ΚΑΘΗΣΥΧΑΖΩ
Transliteration A: kathēsycházō Transliteration B: kathēsychazō Transliteration C: kathisychazo Beta Code: kaqhsuxa/zw

English (LSJ)

strengthened for ἡσυχάζω, be completely quiet, remain silent, soothe, keep calm, Plb.9.32.2, Ph.2.71, BGU 36.14 (Trajan):—Med., fut. καθησυχάσομαι Lyr.Alex.Adesp.4.24.

German (Pape)

[Seite 1285] verstärktes simplex, Pol. 9, 32, 2; schweigen, Plut. Ages. 20.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-ησυχάζω zich koest houden, rustig blijven.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθησῠχάζω: становиться совершенно спокойным, умолкать Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καθησῠχάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἡσυχάζω, Πολύβ. 9. 32, 2, Φίλων 2. 71.

Greek Monolingual

καθησυχάζω)
ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῦ λέγειν», Πολ.)
νεοελλ.
κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον την ψυχική γαλήνη («ο γιατρός μάς καθησύχασε με τη διάγνωσή του»)
αρχ. μέσ. καθησυχάζομαι
ηρεμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡσυχ-άζω (< ἥσυχος)].