δυσωπητικός
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
ή, όν, importunate, Id.105.15 (Comp.), etc. Adv. δυσωπητικῶς Sch.Ar.Pl.21 (v.l. δυσωπικῶς).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que causa pudor o vergüenza δυσωπητικώτερον εἰσήνεγκεν ἡμῖν, τὴν συμπάθειαν καὶ τὸ ὁμότιμον Gr.Naz.M.35.1060A.
2 molesto, inadecuado de una construcción gramatical, Eust.105.15.
II persuasivo, convincente λόγος Origenes Cels.2.11, τὰ παλαιὰ τῶν δογμάτων Basil.Spir.71.21.
III adv. δυσωπητικῶς
1 de manera desvergonzada ἔπαιξε δὲ ἅμα χαριέντως καὶ δ. Sch.Ar.Pl.21d.
2 de forma recriminatoria, censurando δ. ... εἴργει Tat.Fr.5, αὐτὸς ὁ Σωτὴρ δ. πρὸς αὐτοὺς τοὺς Ἰουδαίων ἄρχοντας προύτεινεν Eus.M.23.985A.
German (Pape)
[Seite 692] ή, όν, beschämend; bittend; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δυσωπητικός: -ή, -όν, ἐντροπιαστικός, παρακλητικός, Εὐστ. 105. 15, κτλ.- Ἐπίρρ.-κῶς Κλήμ. Ἀλ. 547.
Greek Monolingual
δυσωπητικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που ικετεύει επίμονα.
Translations
persuasive
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἄμαχος, ἀναπειστήριος, ἀξιοτέκμαρτος, ἀποδεικτικός, ἀσφαλής, δυσωπητικός, εὐπειθής, εὐπιθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, περαντικός, πιθανός, πιστευτικός, πιστικός, προσαγωγός, προτρεπτικός, συνακτικός, συνερκτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande