κεραμοτήξ
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
-ῆγος, ὁ, τήκω) potter, Theognost.Can.40.
German (Pape)
[Seite 1420] Thonschmelzer, Töpfer, Theogn. B. A. 1340.
Greek (Liddell-Scott)
κεραμοτήξ: ὁ, (τήκω) ὁ κεραμεύς, Θεογνώστ. Καν. 40. 23.
Greek Monolingual
κεραμοτήξ, -ῆγος, ὁ (Μ)
κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -τήξ (< τήκω), πρβλ. μολυβδοτήξ].