Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυκατέργαστος

From LSJ
Revision as of 09:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκατέργαστος Medium diacritics: πολυκατέργαστος Low diacritics: πολυκατέργαστος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΤΕΡΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: polykatérgastos Transliteration B: polykatergastos Transliteration C: polykatergastos Beta Code: polukate/rgastos

English (LSJ)

πολυκατέργαστον, = πολυκατασκεύαστος (elaborately wrought), Sch. D Il. 4.135. gloss on ἀτμένιος, Sch. Nic. Al. 178.

German (Pape)

[Seite 664] vielfach od. von Vielen bearbeitet, Schol. Il. 4, 135 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκατέργαστος: -ον, ὁ ποικίλως εἰργασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 135.

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με πολλούς τρόπους
2. αυτός που έχει υποστεί πολλή κατεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κατέργαστος (< κατεργάζομαι), πρβλ. ευκατέργαστος].