πυρισώματος
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
πυρισώματον, with body of fire, ib.595.
Spanish
Greek Monolingual
και πυροσώματος, -ον, Α
αυτός που έχει πύρινο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- / πυρο- (βλ. λ. πυρ) + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. λιμνοσώματος].
Léxico de magia
-ον que tiene cuerpo de fuego de la divinidad suprema ἐπάκουσόν μου, ἄκουσόν μου, ... καλλίφως, Αἰών, φωτοκράτωρ, πυρισώματε escúchame, escúchame a mí, luz hermosa, Eón, señor de la luz, que tienes cuerpo de fuego (entre voces mágicas) P IV 595